οὔπως

οὔπως
οὔπως: nohow, on no terms.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ούπως — οὔπως ή οὔ πως και ιων. τ. οὔκως (Α) επίρρ. (επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, με τίποτε …   Dictionary of Greek

  • οὔπως — no how indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PSALIA — Graece ψάλια, apud Strabonem, l. 4. Τέλη δὲ οὔπως ὐπομένουσι βαρέα τȏυ τε ἐξαγομένων ἐις τὴν Κελτικὴν εντεῦθεν καὶ τȏυ ἐισαγομένων ενθένδε: τᾶτα δέ ἐςτιν ἐλεφάντινα ψάλια καὶ περιαυχενίαι καὶ λογγούρια, καὶ ὑαλᾶ σκεύη, καὶ ἄλλος ῥῶπος τοιοῦτος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • ούκως — οὔκως (Α) ιων. τ. βλ. οὔπως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”